- ὁμοιότροπα
- ὁμοιότροποςof like manners and lifeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοιότροπος — η, ο (Α ὁμοιότροπος, ον) 1. αυτός που γίνεται, που επιτελείται με τον ίδιο τρόπο με έναν άλλο ή άλλους («εἰδότες οὔτε φιλίαν ἰδιώταις βέβαιον γιγνομένην... εἰ μὴ μετ ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιτο καὶ τἆλλα ὁμοιότροποι εἶεν», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek